-
1 σκοτ-ώδης
σκοτ-ώδης, ες, zsgzgn = σκοτοειδής, Ggstz φανός, Plat. Rep. VII, 518 c; σκοτωδέστερον τοῠτο καὶ ξενικώτερον, Crat. 412 b, u. öfter; bei Hippocr. auch = schwindlig.
См. также в других словарях:
σκοτώδης — ῶδες, Α [σκότος] 1. σκοτεινός, σκοτοειδής 2. ασαφής («σκοτωδέστερον δὲ τοῡτο καὶ ξενικώτερον», Πλάτ.) 3. αυτός που πάσχει από σκοτοδινία, που παθαίνει ιλίγγους 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκοτῶδες σκοτεινότητα, σκοτεινιά («ξὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν… … Dictionary of Greek